σάματι(ς)

σάματι(ς)
μόριο
1) будто, будто бы, как будто бы, словно;

εθύμωσε πού τού το 'πα, σάματι(ς) εγώ ήθελα να τον πειράξω — он рассердился на мой слова, как будто я хотел его обидеть;

2) разве;

πώς να τον βοηθήσουμε, σάματι(ς) έχουμε εμείς περισσότερα; — как мы ему поможем, если нам самим не хватает?;

3) кажется, возможно;

σάματι(ς) να σε είδα χτες — кажется, я вчера тебя видел;

σάματι(ς) δεν μού λες την αλήθεια — ты, кажется, говоришь мне неправду


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σάματι(ς)" в других словарях:

  • σάματι — και σάματις σύνδ., σάμπως: Μου ζητάει χρήματα, σάματι εγώ είμαι πλούσιος. – Σάματις έβρεξε για να γίνουν τα σιτάρια; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάματι — και σάματις Ν (ως σύνδ.) 1. (σε ερώτηση στην οποία εννοείται ή και αναμένεται αρνητική απάντηση) μήπως, σάμπως («σάματις είμαι εγώ καλύτερη;») 2. (σε περιπτώσεις σύγκρισης μιας πραγματικής κατάστασης με μια υποθετική) σαν να μην («σάματι να μην… …   Dictionary of Greek

  • σάματι — σά̱ματι , σῆμα sign neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»